- μουσκίδι
- το-ιού, το να είναι κανείς μούσκεμα, πολύ βρεγμένος: Τον έπιασε η βροχή και έγινε μουσκίδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουσκίδι — το το αποτέλεσμα τού μουσκεύω, ολοκληρωτικό βρέξιμο («γίνομαι μουσκίδι» καταβρέχομαι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχίδιον, υποκορ. τού μόσχος (για τη σημ. τής λέξης βλ. μουσκεύω)] … Dictionary of Greek
καταμουσκεύω — καταμούσκεψα, καταμουσκεύτηκα, καταμουσκεμένος, διαβρέχω κάποιον πολύ, τον καταβρέχω, τον κάνω μουσκίδι: Έβρεχε και ήρθε καταμουσκεμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)